- προσφερέες
- προσφερήςsimilarmasc/fem nom/voc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφερής — ές, Α 1. παρεμφερής, παρόμοιος («εἴπω περὶ τῶν Κολχῶν, ὡς Αἰγυπτίοισι προσφερέες εἰσί», Ηρόδ.). επίρρ... προσφερῶς Α κατά τρόπο παρεμφερή, παρομοίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φερής (< φέρω), πρβλ. περι φερής] … Dictionary of Greek